κηριμονάριος

κηριμονάριος
ο
ο τελετάρχης τής παπικής Αυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caerimonia «τελετή θρησκευτική» + κατάλ. -arius, που δηλώνει επάγγελμα ή αξίωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”